-
1 σύν-αυλος
σύν-αυλος, mit- oder zusammenflötend, -tönend, -stimmend; ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ, Eur. El. 879; vgl. Ar. Ran. 212; übertr., einstimmig, ἀνέμῳ σύναυλος ἤχϑη, dem Winde gleich, so schnell wie der Wind wurde er daher getragen, Anacr. 59, 10.
См. также в других словарях:
σύναυλος — (I) και αττ. τ. ξύναυλος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με τον αυλό 2. (κατ επέκτ.) αρμονικός 3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον άλλο («ἀλλ ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αυλος (< αὐλός), πρβλ. πάρ αυλος] … Dictionary of Greek